- βρόμος
- (I)ο (Α βρόμος)βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς].————————(II)ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος)άσχημη μυρωδιάνεοελλ.1. ακαθαρσία2. αισχρολογία3. κοιλότητα του καραβιού όπου μαζεύονται βρόμικα νερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο για την ετυμολογία όσο και για την ορθογραφία της λ. βρόμος έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις, από τις οποίες καμιά δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα. Οι υποστηρικτές της γραφής με -ω- παίρνοντας ως βάση τη λ. βρώμα* «τροφή» θεωρούν το βρώμος ως παρετυμολογικό παράγωγο αυτής. Δεδομένου δε ότι βρώμα < βιβρώσκω, το οποίο με τη σημ. «καταβροχθίζω» χαρακτηρίζει τα σαρκοβόρα, η λ. βρώμα θα μπορούσε να σημαίνει «αυτό που καταβροχθίζεται από τα σαρκοβόρα», δηλ. το πτώμα, το ψοφίμι, το οποίο συνοδεύεται βεβαίως και από τη χαρακτηριστική δυσωδία. Κατ' άλλους, η λ. αφαιρέθηκε από το νεκρώσιμο τροπάριο «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» και εκλήφθηκε ως δυσωδία. Σύμφωνα τέλος με άλλη άποψη, η οποία θεωρείται και ορθότερη, η λ. βρόμος, που πρέπει να γράφεται με -ο-, δεν είναι παρά η αρχαία λ. βρόμος (III)* «δυνατός θόρυβος». Η σημασιολογική εξέλιξη της λ. από «θόρυβος» σε «δυσωδία» προήλθε από ορισμένα φαινόμενα, στα οποία οι έννοιες βρέμω, κροτώ, ηοφώ και κακώς όζω είναι στενά συνδεδεμένες —πρβλ. πέρδομαι, κρούω «πέρδομαι» (διαλεκτ.) —. Έτσι και στη λ. βρόμος η έννοια του θορύβου συνδέθηκε με κάποια δυσωδία που ακολουθεί μετά τον θόρυβο και κατέληξε να δηλώνει την ίδια την κακοσμία. Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή η λ. γράφεται προφανώς με -ο-, αφού αποτελεί την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. βρέμω, η δε αρχαία γραφή με -ω- (βρώμος II, άβρωμος, βρωμώ, βρωμώμαι II) αποτελεί την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. πέλω, πόλος, πωλώ - νέμω, νόμος, νωμώ κ.ά.) και με αλληλεπίδραση των διαφόρων τύπων μεταξύ τους απαντά η διπλή γραφή βρόμος και βρώμος, βρομώ και βρωμώ. Η ερμηνεία όμως αυτή της γραφής με -ω- δεν είναι πλήρως ικανοποιητική. Στην πραγματικότητα το -ω- του τ. βρώμος και των παραγώγων του παραμένει ανεξήγητο].————————(III)βρόμος, ο (A)1. δυνατός θόρυβος, η βοή της φωτιάς, η βροντή, ο παφλασμός των κυμάτων, ο ήχος του τυμπάνου ή του αυλού2. οργή, μανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω. Βλ. και βρόμος (ΙΙ) *.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. άβρομος, αλίβρομος, βαρύβρομος, εγχειβρόμος, ερίβρομος, θηρόβρομος, ιφθόβρομος, μεγαλόβρομος, μελίβρομος, νυκτίβρομος, ομόβρομος, πολύβρομος, πυρίβρομος, υψίβρομος].
Dictionary of Greek. 2013.